- συμβακχος
- σύμβακχοςσύμ-βακχος2охваченный вакхическим исступлением
(Κασάνδρα σ. θεοῖς Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Κασάνδρα σ. θεοῖς Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σύμβακχος — ό, ἡ, Α αυτός που συμμετέχει σε βακχικά όργια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βάκχος] … Dictionary of Greek
συμβάκχους — σύμβακχος joining in Dionysiac revelry masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμβακχε — σύμβακχος joining in Dionysiac revelry masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβακχεύω — Α [σύμβακχος] συμμετέχω σε βακχική γιορτή … Dictionary of Greek